φτερνοχτυπώ

φτερνοχτυπώ
-άω, Ν
χτυπώ με τις φτέρνες ή με τον πτερνιστήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα + χτυπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φτερνοχτυπώ — φτερνοχτύπησα, φτερνοκοπώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερνοκοπώ — πτερνοκοπῶ, έω, ΝΑ, και φτερνοκοπώ, άω, Ν φτερνοχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτέρνα / πτέρνη + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • φτερνοχτύπημα — το, Ν [φτερνοχτυπώ] χτύπημα με τις φτέρνες ή με τον πτερνιστήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”